- σφετερισμός
- οπαράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφετερισμός — appropriation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφετερισμός — ὁ, ΝΜΑ [σφετερίζομαι] παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος … Dictionary of Greek
σφετερισμοῖς — σφετερισμός appropriation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφετερισμοῦ — σφετερισμός appropriation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφετερισμῷ — σφετερισμός appropriation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφετερισμόν — σφετερισμός appropriation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] … Dictionary of Greek
βουτιά — η 1. κατάδυση με το κεφάλι προς τα κάτω 2. το διάστημα που διανύει κάποιος κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού 3. τολμηρή πράξη, αποφασιστική χειρονομία 4. σφετερισμός, κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γιουρούσι — το 1. έφοδος, εφόρμηση 2. κατάχρηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruyus «εκστρατεία»] … Dictionary of Greek
ελγινισμός — ο απόσπαση, διαρπαγή και σφετερισμός έργων τέχνης από μνημεία τής αρχαιότητας … Dictionary of Greek